Εάν η χρόνια παραρρινοκολπίτιδα οφείλεται σε μικροβιακή φλεγμονή, η χορήγηση του κατάλληλου αντιβιοτικού και της κατάλληλης τοπικής θεραπείας, μπορεί να θεραπεύσει ή να βελτιώσει την νόσο.
Εάν οφείλεται σε υπερευαισθησία σε ουσίες που ευρίσκονται σε μικροοργανισμούς, που έχουν αναπτυχθεί φυσιολογικά, μέσα στην μύτη και στους παραρρίνιους κόλπους, η χορήγηση της κατάλληλης τοπικής θεραπείας που σε ορισμένες χρονικές περιόδους θα συνδυάζεται με χορήγηση κορτιζόνης από το στόμα, θα βελτιώσουν τα συμπτώματα του ασθενούς.
Επιπρόσθετα, είναι απαραίτητος ο αλλεργιολογικός έλεγχος του πάσχοντος , για να εντοπισθούν οι ουσίες στις οποίες είναι υπερευαίσθητος ό ασθενής. Η ανεύρεση των ουσιών, που ευρίσκονται σε μικροοργανισμούς που έχουν αναπτυχθεί φυσιολογικά μέσα στην μύτη και στους παραρρίνιους κόλπους του πάσχοντος, θα δώσει την δυνατότητα στον ασθενή, να προχωρήσει σε θεραπεία απευαισθητοποίησης. Η θεραπεία αυτή, έχει σαν στόχο, να μην θεωρεί πλέον, ο οργανισμός του πάσχοντος, τις ουσίες στις οποίες είναι υπερευαίσθητος, ότι είναι βλαβερές για αυτόν και να σταματήσει να τις καταπολεμά, προκαλώντας φλεγμονή.
Δηλ με την συντηρητική θεραπεία, προσπαθούμε να παρέμβουμε στην φλεγμονή που έχει αναπτυχθεί στον βλεννογόνο της μύτης και των παραρρινίων κόλπων, είτε θεραπεύοντας την μικροβιακή φλεγμονή, είτε καταστέλλοντας την φλεγμονή που οφείλεται σε υπεραισθησία στις προαναφερόμενες ουσίες, χορηγώντας τοπική και ενίοτε θεραπεία από το στόμα, είτε θεραπεύοντας, εάν αυτό καταστεί δυνατόν, την υπερευαισθησία στις προαναφερόμενες ουσίες με την μέθοδο της απευαισθητοποίησης.